- γομφιασμός
- γομφιασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γομφιασμός — γομφιασμός, ο (Α) [γομφιάζω] 1. πόνος στους γομφίους 2. τρίξιμο δοντιών … Dictionary of Greek
γομφιασμῷ — γομφιασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομφιασμόν — γομφιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομφίασις — γομφίασις, η (Α) [γομφιάζω] ο γομφιασμός … Dictionary of Greek